The idea of legislation in the earlier Platonic dialogues

Part of : Πλάτων : περιοδικό της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων ; Vol.ΙΗ, No.35-36, 1966, pages 103-177
PDF
Ccbyncnd

Issue:
Pages:
103-177
Author:
Abstract:
Κατά τον Πρωταγόραν, ή νομοθεσία είναι, φύσει υπό την έννοιαν ότι την επιβάλλει ή ανάγκη της επιβιώσεως της ανθρωπινής κοινωνίας, την οποίαν ό νομοθέτης συλλαμβάνει εκάστοτε χάρις εις την εύβουλίαν του. Φορεύς όμως της; νομοθετικής εξουσίας είναι το κοινον της πόλεως, το όποιον επικυρώνει ή απορρίπτει τας προτάσεις του σοφού νομοθέτου. Ή νομοθετική βούλησις δέν έκδηλούται μόνον δια της καθιερώσεως γραπτών και άγραφων νόμων. 'Ασκείται κυρίως δια της παιδευτικής λειτουργίας και δια του εξαναγκασμού των νομοθετουμένων' εις το πράττειν το ορθόν. Το κοινον της πόλεως καθιεροι ύπογραφάς αί όποιαι. συνιστούν το ηθικόν μέτρον τής εκτιμήσεως των πράξεων των πολιτών. Ή περί νομοθεσίας άντίληψις του Πρωταγόρου, όπως και ή του Θρασυμάχου εις το Α. Βιβλίον τής Πολιτείας, ειναι θετικιστική, εφ' όσον νομοθέτης είναι ό τω όντι ασκών το νομοθετικον έργον. Το κοινον της πόλεως όμως δεν έχει έπιστήμην άλλα μόνον δόξαν του όρθοΰ δια την πόλιν. Συνεπώς νομοθετεί οτι φαίνεται εις αυτό ορθόν και ώφέλιμον καί δι' όσον χρόνον διαρκεί αύτη ή δόξα. Το πρωταγόρειον μέτρον, ώς ορίζεται είς τον Θεαίτητον, ισχύει καί δια. την πόλιν ώς νομοθέτην. 'Επί του όρθού θεμελιούται καί ή σωκρατική καί πλατωνική περί νομοθεσίας άντίληψις. 'Ορθόν όμως είναι ό,τι επιβάλλει ή κλίμαξ τών αγαθών ή αρετών,. ή οποία θεμελιούται επί τής ηθικής υγείας τής ψυχής. Τού όρθού αύτοΰ είναι δυνατή ή επιστήμη. Έν τούτοις, οι μή φιλόσοφοι άρχοντες τών Νόμων καί οι πολΐται τού Κρίτωνος δέχονται άνεξελέγκτως ό,τι προβάλλουν ώς ορθόν ό φιλόσοφος νομοθέτης καί ό επαΐων αντιστοίχως. Έχουν λοιπόν μόνον δόξαν περί τού•όρθού, άνάλογον προς τήν δόξαν τής πρωταγορείου πόλεως. Ή επιτυχής άσκησις τού νομοθετικού έργου προϋποθέτει, κατά τον Πρωταγόραν, τήν παραδοχήν ώρισμένων ανθρωπολογικών άρχων. Ή κυριωτέρα είναι ότι το αίσθημα τής αιδούς καί τής δίκης είναι (έν αντιθέσει προς τήν έρμηνείαν τού G. Β. Kerferd) έ'μφυτα είς τήν άνθρωπον καί δύνανται ν' άναπτυχθοΰν, χάρις είς τήν παρεχομένην υπό τής πόλεως παιδείαν, εις τάς συνειδητάς άρετάς της σωφροσύνης καί δικαιοσύνης. Ή δυνατότης αυτή υπάρχει διότι ό άνθρωπος είναι «πολιτικον ζώον» εφ' δσον δια τής γλώσσης, τής οποίας ή λειτουργία είναι πρωτίστως ηθική, δύναται να εκτίμηση θετικώς ή αρνητικώς τας πράξεις έαυτού καί τών συνανθρώπων του, ενεργών οΰτω ώς νομοθέτης. Ό νομοθέτης, δέν θα πρέπη, κατά τον Πρωταγόραν,να λάβη υπ' όψιν του-ό,τι ό νομοθετούμενος αισθάνεται ώς εύχάριστον ή λυπηρον διότι το ήδύ είναι. άσχετον προς το αγαθόν, εφ' όσον είναι δυνατόν να καταστή πηγή ύβρεως καί αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Τα αυτά ισχύουν και δια την άνδρείαν, δια την άξίαν της οποίας αμφιβάλλει ό Πρωταγόρας λόγω του ανταγωνιστικού χαρακτήρος της. Προς τας άνθρωπολογικάς αύτας απόψεις ό Σωκράτης και ό Πλάτων συμφωνούν μόνον έν μέρει. Καί οι δύο δέχονται δτι ό νομοθέτης θα πρέπη να παίδευση τον πολίτην ώστε να αισθάνεται ως εύχάριστον ό,τι άπο της σκοπιάς του νομοθέτου είναι ορθόν. Εις τον Γοργίαν, ό Σωκράτης, ακολουθών τα επιχειρήματα του άλλως άγνωστου Καλλικλέους, δέχεται οτι ή φύσις επιβάλλει να είναι νομοθέτης ό κρείττων•, υπό τον όρον όμως ό κρείττων να είναι καί βελτίων, από ηθικής και νοητικής απόψεως. Ό βελτίων πρέπει να θεσπίζη γραπτούς ή άγραφους νόμους συμφώνως προς τον κόσμον, την τάξιν ή τον νόμον τής ψυχής του άνθρωπου, θεωρούμενης άπο τής απόψεως τής υγιούς καταστάσεως της. Το είδος τούτο, προς το όποιον πρέπει ν' άποβλέπη ό νομοθέτης, δεν έχει ύπερβατικήν ύπόστασιν, ως λ.χ. τα είδη εις τον Φαίδωνα. Ή νομοθετική είναι ανάλογος προς τάς δημιουργικός τέχνας. Καί ò τεχνίτης κατασκευάζει έν άντικείμενον συμφώνως προς την νοητήν άλλ' ουχί χωριστήν μορφήν του. "Οπως ό τεχνίτης, ό νομοθέτης πρέπει να εχη έμπειρίαν της ύλης του, δηλαδή του ήθους των πολιτών καί τών αναγκών τής πόλεως. Την παιδευτικήν του λειτουργίαν, σκοπός τής οποίας είναι ή ηθική ευεξία τών πολιτών, ό νομοθέτης επιτελεί δια τής πειθούς, ή οποία εις τον Γοργίαν είναι συνυφασμένη προς τον σωκρατικον ελεγχον, καί δια τής ποινής, ή οποία εμφανίζεται ώς κατηγορία, άποκαλύπτουσα τα παθήματα τής ψυχής του ενόχου, κόλασις αποσκοπούσα εις την θεραπείαν των καί τιμωρία, δηλαδή έπανόρθωσις τήν βλάβης την οποίαν προεκάλεσεν ό ένοχος. Η σωκρατική περί ποινής θεωρία παρουσιάζει ώρισμένας δυσχέρειας διότι άφ' ένος υποστηρίζεται ότι ή ποινή του θανάτου καθαιρεί τήν ψυχήν του ενόχου άπο τα οιδήματα της καί ότι ή επιβολή της αποτελεί ευεργέτημα δι' αυτόν, άφ' ετέρου, συμφώνως προς τον μύθον του Γοργίου, ώρισμέναι ψυχαί διατηρούν εις τον "Αδην τα νοσήματα, τα όποια απέκτησαν κατά τήν διάρκειαν του επιγείου βίου των. Η θανατική ποινή δικαιολογείται ώς κόλασις μόνον εάν προϋποτεθή ή αυστηρά διάκρισις μεταξύ τής φύσεως ή ουσίας τής ψυχής καί τών εξωγενών παθημάτων της. "Αλλως μόνον ώς παραδειγματική ή επανορθωτική είναι παραδεκτή ή ποινή αυτή. Εις τήν έπισκόπησιν συνάγονται τα γενικά συμπεράσματα τής έρεύνης, τα όποια είναι τα έξης : α) Ή πλατωνική άποψις περί νομοθετικής, ως ορίζεται εις τους Νόμους, προϋποθέτει τήν σωκρατικήν θεωρίαν περί τέχνης, ως ορίζεται εις τους λεγόμενους σωκρατικούς διάλογους του Πλάτωνος καί τα 'Απομνημονεύματα του Ξενοφώντος. β) "Η ζητούμενη υπό του Σωκράτους επιστήμη είναι ή βασιλική, ώς αναφέρεται εις τον Εύθύδημον. γ) Τόσον ή σωκρατική τέχνη όσον καί ή πλατωνική νομοθετική προϋποθέτουν τήν έπιστήμην τής υγείας τής ψυχής καί τήν έμπειρίαν τών έν τόπω καί χρόνω ορών της πραγματοποιήσεως της. Δεν προϋποθέτουν την διαλεκτικήν έπι«ττήμην των είδων ως προτύπων εχόντων ύπερβατικήν ύπόστασιν. Το περιεχόμενον του Κρίτωνος προδιαγράφει την περί νομοθεσίας άντίληψιν των Νόμων. δ) Αι απόψεις του Σωκράτους και του Πλάτωνος ως προς την νομοθετικήν τέχνην διατυπούται δι' εννοιών παραπλήσιων προς τάς περί πολιτικής τέχνης και παιδείας εννοίας του Πρωταγόρου, την περί πειθούς Εννοιαν του Γοργίου, τάς περί πόλεως και νόμου εννοίας του Ίππίου, του Θρασυμάχου και του «Καλλικλέους». Ή σωκρατική και πλατωνική πολιτική φιλοσοφία ολοκληροί τήν πολιτικήν φιλοσοφίαν των σοφιστών, αϊρουσα τας αντιφάσεις και ασάφειας της. ε) Ή εμπειρία του καίριου, τήν οποίαν πρέπει να έχη ό νομοθέτης κατά τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα της περιόδου τών Νόμων, προϋποθέτει τήν παραδοχήν άρχων αϊ όποιαι προδιαγράφουν τήν άριστοτελικήν εννοιαν της μεσότητος. στ) Ή περί του φορέως της νομοθετικής λειτουργίας σωκρατική άποψις „-είναι δυνατόν να καταστή σαφής δια του παραλληλισμού της προς εννοίας ώς ή «κοινή βούλησις», ώς ορίζεται είς το Κοινωνικον Συμβόλαιον του J. J. Rousseau.
Subject:
Subject (LC):