The idea of legislation in the earlier Platonic dialogues : Thesis Presented for the Degree of Doctor of Philosophy University of Edinburgh (Faculty of Arts)
Part of : Πλάτων : περιοδικό της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων ; Vol.ΙΖ, No.33-34, 1965, pages 26-116
Issue:
Pages:
26-116
Parallel Title:
Ή 'Ιδέα της Νομοθεσίας εις τους Πρώιμους Πλατωνικούς Διάλογους
Author:
Abstract:
Ή μελέτη αυτή υπεβλήθη είς την Φιλοσοφικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου του 'Εδιμβούργου προς άπόκτησιν του τίτλου τοy Διδάκτορος της Φιλοσοφίας κα ενεκρίθη ύπ' αυτής. "Αποβλέπει εις την διασάφησιν της έννοιας της νομοθεσίας, ώς καθορίζεται εις τους πρώιμους πλατωνικούς διάλογους, δηλαδή εις εκείνους, οι όποιοι εγράφησαν υπό του Πλάτωνος κατά τήν νεανικήν του ήλικίαν καί προ της Πολιτείας, του Συμποσίου καί του Φαίδωνος. Οι διάλογοι αυτοί δύνανται να κληθούν καί σωκρατικοί, έν ώ μέτρω δέν εμφανίζεται εις αυτούς το είδος ώς υπερβατική καί χωριστή οντότης. Εις το πρώτον κεφάλαιον, το άναφερόμενον εις τήν "Απολογίαν καί τον Κρίτων «, εξετάζεται ή νομοθεσία έν σχέσει προς τον τέλειον πολίτην, υπόδειγμα του όποιου αποτελεί ή προσωπικότης του Σωκράτους. Οι νόμοι της πόλεως διακρίνονται εις γραπτούς καί άγραφους. Οι άγραφοι νόμοι υποδιαιρούνται εις τους πατρίους (νόμιμα, επιτηδεύματα) καί τον θείον νόμον, ώς είναι ό νόμος του "Αδου. Ή γένεσις καί έξέλιξις της νομοθεσίας είναι συνυφασμένη προς τήν Ιστορίαν της πόλεως, διότι ή πόλις είναι ο φορεύς της νομοθετικής λειτουργίας καί διότι ουδεμία ανθρωπινή κοινωνία είναι νοητή άνευ νόμων. Ή σωτηρία τής νομοθεσίας είναι συνυφασμένη προς τήν γένεσιν εις τον πολίτην τής συνειδήσεως των δεσμών οί όποιοι τον συνδέουν προς τό κοινωνικόν σύνολον. Ή ηθική αυτή σχέσις του πολίτου προς τήν πόλιν χαρακτηρίζεται ύπό του Σωκράτους ώς συνθήκη ή ομολογία. Αι εννοιαι αύται είναι έν πολλοίς άσχετοι προς τήν νεωτέραν έννοιαν του κοινωνικού συμβολαίου, ώς τήν διετύπωσαν ό Hobbes καί ό Locke. Δια τής χρήσεως όμως των εννοιών αυτών καί τής μνείας του νόμου του "Αδου ό Σωκράτης απορρίπτει εμμέσως τήν θετικιστικήν περί δικαίου άντίληψιν, τήν οποίαν ύπεστήριζεν ό Πρωταγόρας. Ή νομοθεσία καταλύεται όταν ό πολίτης καθίσταται ιδιώτης, έξασθενουμένης τής συνειδήσεως τών δεσμών του προς το σύνολον. Ή μεταβασις τής πόλεως έκ τήςευνομίας είς τήν παρανομίαν δέν έχει τον βαθμιαίον καί είδητικον χαρακτήρα τώναναλύσεων του Η Βιβλίου τής Πολιτείας. Δέν αναγνωρίζεται ύπό του Σωκράτουςενδιάμεσος κατάστασις μεταξύ ευνομίας καί παρανομίας. Εις τήν Άπολογίαν καίτον Κρίτωνα ή νομοθεσία θεμελιουται επί τής αρνήσεως του παραδεδομένου ομηρικού ανταγωνιστικού (Adkins) ιδεώδους, συμφώνως προς τό όποιον δίκαιον είναι να σωζη κανείς παντί τρόπω εαυτόν, να βοηθη τους φίλους του, να βλάπτη τους εχθρούς του και να ύπερέχη τών άλλων. Αντιθέτως,ή ορθή νομοθεσία προϋποθέτει τήν αρχήν του μη άνταδικείν διότι ή αδικία αποτελεί νόσον τής ανθρωπινής ψυχής, ώς θα δειχθή είς τόν Γοργίαν. Ή αρχή αυτή διατυπουται γνωσιολογικώς ώς χρηστή δόξα, τήν οποίαν διδάσκεται ύπό του επαΐοντος ό αγαθός πολίτης. Έκ τής Απολογίας προκύπτει ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν δικασταί μή τηρουντες τους νόμους τους όποιους ώρκίσθησαν να σέβωνται. Τήν διαπίστωσιν αυτήν δέν αρνείται ό Σωκράτης είς τόν Κρίτωνα. "Οταν λέγη ότι αι δικαστικαί άποφάσεις πρέπει να είναι οπωσδήποτε σεβαστοί, εννοεί ότι αυταί αποτελούν λογικώς. προέκτασιν καί έφαρμογήν της νομοθεσίας, ή οποία καταλύεται όταν αι δικαστικαί αποφάσεις δέν έφαρμόζωνται. Ή σχέσις όμως αυτή της δικαστικής προς τήν νομοθετικήν λειτουργίαν ισχύει μόνον δια τήν εύνομουμένην πόλιν, ώς διαγράφονται αι 'Αθήναι είς τον Κρίτωνα. Είς το δεύτερον κεφάλαιον εξετάζονται oι λεγόμενοι άπορητικοί διάλογοι. Ό Σωκράτης δέχεται το θεωρητικόν ιδεώδες, το όποιον ή μεταγενέστερα παράδοσις άποδίδει είς τους Πυθαγόραν καί Άναξαγόραν. Τό τροποποιεί όμως είς τα έξης δύο σημεία* α) άντικείμενον τής θεωρίας είναι καί αι πράξεις των ανθρώπων, β) ό θεωρητικός άνθρωπος έξομοιουται προς τό άντικείμενον τής θεωρίας του καί τό μιμείται είς τήν πράξιν του. Συνεπώς δίκαιος νομοθέτης είναι ό γιγνώσκων τήν έ'ννοιαν του δικαίου, δυνάμει τής Σωκρατικής αρχής ότι & τα δίκαια μεμαθηκώς δίκαιος. Έξ άλλου, ό Σωκράτης δέν απορρίπτει τήν πρακτικήν περί φρονήσεως άντίληψιν ώς τήν έδίδαξαν ol σοφισταί καί τήν άνέπτυξεν ό 'Αριστοτέλης. Ό νομοθέτης, όπως ό' επαΐων εv γένει ή ό ιατρός, πρέπει νά έχη καί έμπειρικήν άντίληψιν του καιρίου και του καθ' έ'καστον. Δια τουτο καί δέν διαφέρει φύσει ή πολιτική καί ή νομοθετική της οικονομικής επιστήμης. Είς τους άπορητικούς διάλογους καθορίζονται αι έννοια της δυνάμεως, τής τέχνης καί της επιστήμης. Ό επαΐων ή τεχνικός, στηριζόμενος επί τής γνώσεως τής ηθικώς ύγιους καταστάσεως τής ψυχής του άνθρωπου, θεραπεύει, δηλαδή βελτιώνει τήν ψυχήν των μαθητών του. Εις τήν ιδίαν έκριβώς σχέσιν προς τους πολίτας ευρίσκεται ό νομοθέτης συμφώνως προς τον Πολιτικόν, τάς Επιστολας καί τους Νόμους του Πλάτωνος. Ό πρακτικός χαρακτήρ τής σωκρατικής επιστήμης έκδηλουται είς τήν ύπό του Σωκράτους άναζήτησιν άρχούσης ή βασιλικής επιστήμης. Αυτή επιτρέπει είς τον κάτοχόν της νά χρησιμοποίηση ώς όργανα τάς έπί μέρους τέχνας, έπιστήμας και πασαν άλλην άνθρωπίνην δραστηριότητα, διότι γνωρίζει ουτος τήν ώφέλειαν, ή οποία δύναται νά πρόκυψη έξ αυτών δια τό κοινωνικόν σύνολον. Τον ίδιον χαρακτήρα άρχούσης έπισχήμης έχει καί ή νομοθετική είς τα μνημονευθέντα μεταγενέστερα έργα του Πλάτωνος. Ό νόμος, είτε γραπτός είναι είτε άγραφος, αποβλέπει είς τό αγαθόν τής πόλεως καί του πολίτου. Είναι συνεπώς ωφέλιμος ή χρήσιμος ακριβώς όπως οίονδήποτε όργανον τό όποιον επιτελεί τό έργον του. Ό νόμος, ό όποιος στερείται του χαρακτήρος αύτου, δέν είναι νόμος ούτε αληθής νομοθέτης είναι ό μή γιγνώσκων τό αγαθόν τής άνθρωπίνης ψυχήςκαί τής πόλεως. Ή άποψις αυτή άγει τον Σωκράτη είς τήν κριτικήν τής περί ευνομίας Σπαρτιατικής άντιλήψεως είς τόν Χαρμίδην. Δέν άρκεί νά σέβεται μία πόλις τους πάραδεδομένους τρόπους καί νόμους του κοινωνικού βίου δια νά είναι ευνομος. 'Αληθώς ευνομος είναι ή ευ οικουμένη πόλις, τής οποίας oι πολίται έχουν ευνομον ψυχήν, σέβονται τήν ύπάρχουσον διάκρισιν αρχόντων καί αρχομένων, έν ώ μέτρω είναι σύμφωνος προς τάς έπιταγάς του όρθού λόγου καί εξυπηρετεί τό συμφέρον του συνόλου. "Εκαστος των πολιτών τής ευ οικουμένης πόλεως επιτελεί τό έργον είς το όποιον είναι φύσει τεταγμένος. Τούτο δέν συνεπάγεται στενήν είδίκευσιν, ή οποία είναι δυνατόν νά οδήγηση είς ηθικώς νοσηράν άτομικήν αύτάρκειαν, ίδίωσιν καί τελικώς παρανομίαν Ό Χαρμίδης αποκλείει οίανδήποτε παρανόησιν τής πλατωνικής περί δικαιοσύνης ώς οίκειοπραγίας απόψεως καί διασαφεί τα λεγόμενα είς τό Δ' Βιβλίον τής Πολιτείας, χωρίς διόλου ν' άντιφάσκη τό περιεχόμενον του Χαρμίδου προς αυτό. Ή περί παρανομίας καί των αίτίων της θεωρία, ή εκτιθέμενη είς τους άπορητικούς διάλογους, είναι νοησιαρχική. Στάσις καί παρανομία δέν θα έδημιουργουντο έάν υπήρχε ηθικόν μέτρον άνάλογον προς τό άριθμητικόν, τό όποιον αποκλείει οίανδήποτε διαφωνίαν έπί τών διαστάσεων ενός ύλικου σώματος. Έάν oι άρχοντες καί αρχόμενοι είχον γνώσιν της σννυφασμένης προς τήν ήθικήν ύγείαν της ψυχής έννοιας του δικαίου καί ήδύναντο να διακρίνουν την δικαίαν της αδίκου πράξεως, δέν θα υπήρχε παρανομία διότι, ώς θ’ άποδειχθή είς τον Γοργίαν, ουδείς θα έπραττε το άδικον έάν έγνώριζεν δτι τούτο είναι νόσος καί βλάβη τής ψυχής του, ή οποία, κατά τον Άλκιβιάδην Α, αποτελεί τήν ούσίαν τής άνθρωπίνης προσωπικότητος.Ή θεωρία αύτη διαφέρει τής αναπτυσσόμενης υπό του Πλάτωνος είς τό Η' Βιβλίον τής Πολιτείας καί το Γ' Βιβλίον των Νόμων, α) διότι υπεύθυνοι δια τήν πάρανομίαν είναι έξ ίσου oι άρχοντες καί οι αρχόμενοι, ένω ό Πλάτων τονίζει κυρίως τήνευθύνην των αρχόντων, β) κατά τους Νόμους πηγή τής περί τα ηθικά άμαθείας, έκ της οποίας απορρέει ή παρανομία, είναι ή ύβρις τών αρχόντων, ή οποία οφείλεται ισως, έάν ληφθούν όπ' όψιν τα είς τον Σοφιστήν λεγόμενα, είς διαφθοραν τής ψυχής των. Παρόμοια άντίληψις δέν υπάρχει είς τους σωκρατικούς διάλογους, είς τους οποίους το ηθικόν αμάρτημα ταυτίζεται προς τήν πλάνην του θεωρητικού λόγου.
Subject:
Subject (LC):